- παπί
- το1. μικρής ηλικίας πάπια, νεογνό πάπιας, παπάκι2. φρ. «γίνομαι παπί» — καταβρέχομαι, γίνομαι μούσκεμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *παππ-ίον υποκορ. τού πάππος* «είδος πουλιού»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παπί — το 1. η νεαρή πάπια. 2. μτφ., καταβρεγμένος, μούσκεμα: Μ έπιασε η βροχή στο δρόμο κι έγινα παπί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
παπάκι — το [παπί] 1. μικρό παπί, ο νεοσσός τής πάπιας 2. τύπος μικρού δίτροχου οχήματος … Dictionary of Greek
PARION — urbs in ora Hellesponti, a Milesiis, annô 2. Olymp. 19. exstructa, vel potius instaurata. Urbs enim κληθεῖσα ἀπὸ Παρίου τοῦ Ι᾿ασίωνος, dicta a Pario Iasonis filio, Steph. qui eam condidit, Ammian. Nummus exstat argenteus IIAPI h. e. ΠΑΠΙ h. e.… … Hofmann J. Lexicon universale
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek